τοιαυτί

τοιαυτί
Α
(επιτεταμένος τ.) βλ. τοιούτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τοιαυτί — τοιοῦτος such as this neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιούτος — αύτη, ο / τοιοῡτος, αύτη, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέουτος, αύτα, ον, και επιτεταμένος τ. τού ουδ. πληθ. τοιαυτί, Α (δεικτ. αντων.) τέτοιου είδους, τέτοιας λογής, τέτοιος («ὁ τοιοῡτος ὤν καὶ ἐοικέναι τοῑς τοιούτοις», Πλάτ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • κοσκυλμάτιον — κοσκυλμάτιον, τὸ (Α) στον πληθ. τὰ κοσκυλμάτια αποκόμματα δέρματος β) (κωμικά) οι κολακείες τού βυρσοδέψη Κλέωνος προς τον Δήμο («ἐθώπευ , ἐκολάκευ , ἐξηπάτα κοσκυλματίοις ἄκροισι, τοιαυτὶ λέγων» χάιδευε, κολάκευε, εξαπατούσε με πολύ μικρά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”